Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
άχριστος — η, ο (Μ ἄχριστος, ον) όποιος δεν έχει λάβει το χρίσμα, ασεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χριστός < χρίω] … Dictionary of Greek
αχριστία — η (Μ ἀχριστία) [άχριστος] το να μη πιστεύει κάποιος στον Χριστό, η ασέβεια … Dictionary of Greek